Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΘΟΥΡΙΑΤΗΣ ΛΟΓΟΣ.



Ο  τόπος και τα σημάδια του, τα χρώματα κ’ οι άνθρωποί του, όλα αυτά χαραγμένα πάνω, στη διπλή ανάταση της Ιθώμης, στο μέτωπο του Ιθωμάτα Δία  που λένε πως ζούσε ακόμα, μέσα στα νερά της κλεψύδρας, πίσω από τα τείχη της Μεσσήνης, στις φλέβες του Παμίσου, στους λόφους της Άνθειας, στο Χρυσορρόη ποταμό, τη Πύλο, τη Κορώνη, την Α βία και τις Φαρές, μέχρι κει κάτω στη Μακαρία γη και Θουριάτη κόλπο.
Ο τόπος μου, γεμάτος μνήμες, σπαράγματα αλλοτινών εποχών, μύθους και παραμύθια. Όλα σε μια αδιάσπαστη συνέχεια  να ζυμώνονται γύρω μου, μέσα στα χώματα και τους ανθρώπους που συνεχίζουν  να μιλάνε την ίδια γλώσσα, που μίλαγε ο Όμηρος, τις ίδιες παραδόσεις φέρνουνε, για δημοκρατία, τους σοφούς, τον Πλάτωνα, και Αριστοτέλη, το Μεγαλέξανδρο και Διγενή Ακρίτα, την Πόλη και τους Φράγκους. Τον ίδιο ίσκιο ρίχνει, κρεμάμενο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, το πολύχρωμο γαλαζωπό βουνό «Καλάθι», την ίδια θάλασσα αντικρίζουμε, αν και γεμάτη πίσσες και απορρίμματα, τους ίδιους «δίδυμους ύβους» της Ιθώμης ατενίζουμε και  πάνω τους τον Iθωμάτα Δία,  μεσ’ από τα πανάρχαια χρόνια,  που ομίχλη γίνανε κι’ απέραντος ουρανός.
O μικρός μου τόπος, που αιώνες τώρα μένουν, τα ίδια ονόματα να τον χαράζουν, μαζί με παραμύθια για τον Αριστόδημο και Αριστομένη, τους Πελοποννησιακούς Πολέμους, τον AηΓιώργη και AηΔημήτρη με τα κοντάρια τους, τον Άγιο Νίκωνα «τον Μετανοείτε» που μακέλεψε τους Μανιάτες να κάνει χριστιανούς, το αντάρτικο στον Ταΰγετο, τους χιλιάδες πολίτες που σφαγιάσανε Γερμανοί και ταγματασφαλίτες ολόγυρα στο Νέδοντα..
Αυτός ο τόπος, που στη ψυχή του μέσα έχει ακόμα το  Κολοκοτρώνη και Παπαφλέσσα, τον Γκρίτζαλη και Tζαμαλή, τον Πλήθωνα Γεμιστό, τον Νικολάου Μεθώνης, το γένος ολάκερο ατέλειωτο ποτάμι να ξεχύνεται γύρω μας στους αιώνες των αιώνων. Και θυμάμαι τη γιαγιά μου, από το Mπρίκι της  «Μέσα Μάνης»  που με λαχτάρα  φώναζε, σαν γύριζα απ’ το  σχολειό μου,     « καλόστoνε το κούρο μου!» και μέτραγε το χρόνο από τον AηΓιώργη έως τον AηΔημήτρη. Τη θυμάμαι τη γριά μανιάτισσα, που πονάγανε τα βαθειά γεράματα, κι’ όλο  βλαστήμαγε  « Μα το Διά !» παγαίνοντας ν’ ανάψει τα καντήλια στο βυζαντινό εκκλησάκι, κει πέρα στον Kάμπο, πώχει στον τρούλο τον Παντοκράτορα και ολόγυρά του, σα στεφάνι, τα «ζώδια»  ζωγραφισμένα. Θυμάμαι ακόμα, κείνο το μανιάτη πειρατή,  το γέρο Λεωνίδα, τυπογράφο, ποιητή και περιστασιακό εκδότη εφημερίδων, σκυμμένο πάνω στη λινοτυπική μηχανή του, πασαλειμμένο με  τα μελάνια, να φουμάρει «γλυκοσέρτικα», όλο να κουβεντιάζει και άλλοτε αναστενάζοντας να μονολογεί πως όχι « δεν φοβάμαι το θάνατο μοναχά αλλά και τη στιγμή που θα πάψω να διαβάζω και να μαθαίνω !».  Γι’ αυτό σας λέω, όλα μπερδεμένα τάχω. Άλλοτε από διαβάσματα, άλλοτε από  ακούσματα, άλλοτε από σκέψεις που κάνανε φωναχτά φτωχοί καροτσαραίοι, χαμάληδες της αγοράς κι εργάτριες στου «Καρέλια» όλες τους κόκκινες κλωστές δεμένες στη καρδιά μου.
Αυτός ο τόπος ο μικρός «κατωτικούς»  γεμάτος. Αυτούς που μείνανε εδώ αλώβητοι στο χρόνο χαϊδολογώντας τις ελιές να κουβαλάνε μνήμες, να βάζουν τα σημάδια τους μες στις φωλιές του ήλιου. Όλοι αυτοί που  ξέμειναν στου κόλπου τις  « μαγόνες»,  κρυμμένοι μες στα «μύστικα» πειρατικά σκαριά τους,  φτιάχνοντας  τα «καρτέρια» τους να κάνουνε ρεσάλτα, για «πρέζες» και για  πλιάτσικα κι’ άλλοι που ξεχάστηκαν στις όχθες του Παμίσου,  να πλένουν τα ποδάρια τους μέσα στον Άρη ποταμό και στης «Λιγδούς» τα μέρη. Αυτούς που συναπάντησα ψάχνοντας γι’ αρχαία τείχη και ζωγραφιές αμόλυντες, δίπλα στα «νεροπούλια», και έτυχε και τους ρώτησα για τις αρχαίες πόλεις, τους δρόμους, τα περάσματα, τους τάφους των Ατρείδων,  και όλο σημάδια κάνανε δείχνοντας στον αγέρα και πέρα προς την Άβια στου Μαίζαπου τα μέρη και σιγοψιθυρίζανε κάτι για πανοπλίες χρυσές, πως ήταν του Μαχάονα, κρυμμένες μες στους τάφους. Κι’ άλλοι στα «ελληνικά»  με στέλνανε για να βρω, μέρη  όλο κτερίσματα  και τάφους Μυκηναίων, κι’ ανάμεσα στα χτήματα τις δωρικές κολώνες και τις μετώπες των ναών πουχαν παρατημένες, και όλο μπερδευόμουνα, τίποτα να μην ξέρω,  μόνο να μονολογώ του ποιητή ΄να στίχο  που λεγε πως δεν ήξερε αν είναι όλα στάχτη ή  ενας ατέλειωτος λυγμός που βγαίνει από τη καρδιά του  ή μήπως ήτανε φως στο βούρκωμα  του τόπου....….